υποδερμάτιος

υποδερμάτιος
-α, -ο, Ν
[υπόδερμα, -ατος]
ανατ. αυτός που βρίσκεται κάτω από το δέρμα (α. «υποδερμάτιο πέταλο» β. «υποδερμάτια περιτονία»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”